18/11/12

2,34 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

Τα νέα στοιχεία για τη φτώχεια και τις συνθήκες διαβίωσης που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν με κατηγορηματικό τρόπο το εύρος του κοινωνικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Ιδιαίτερα με δεδομένο ότι το έτος αναφοράς των ερευνών είναι το 2010, χρονιά στο τέλος της οποίας η ανεργία ήταν ακόμα «μόλις» στο 14%, γίνεται σαφές σε τι βαθμό η κρίση έχει κλονίσει την κοινωνική συνοχή. 2,3 εκατ. άτομα Σύμφωνα με τα ευρήματα της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας έφτασε το 2010 το 21,4%, έναντι 20,1% το 2009 (το «κατώφλι» της φτώχειας για ένα άτομο θεωρείται ένα ετήσιο εισόδημα 6.591 ευρώ, ενώ για μία οικογένεια με δύο εξαρτώμενα παιδιά είναι τα 13.842 ευρώ). Συνολικά 901.194 νοικοκυριά βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Το σημαντικότερο; 


Στα νοικοκυριά αυτά υπολογίζεται ότι «ανήκουν» 2.341.400 άτομα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα πως η παιδική φτώχεια (23,7%) και η φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων (23,6%) είναι υψηλότερη από τον γενικό μέσο όρο. Μάλιστα, για τους πολύ ηλικιωμένους (άνω των 75 ετών), τα ποσοστά είναι ακόμα υψηλότερα, φτάνοντας το 27,5%. Οι κατηγορίες που απειλούνται περισσότερο με φτώχεια είναι οι άνεργοι άνδρες, ποσοστό 48,4%, που βρίσκονται κάτω από το όριο, και οι μονογονεϊκές οικογένειες με τουλάχιστον ένα παιδί (ποσοστό 43,2%). Απαράδεκτα υψηλά – 29,7%– είναι και τα ποσοστά φτώχειας σε νοικοκυριά με τουλάχιστον έναν ηλικιωμένο (άνω των 65 ετών). Πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το 44,9% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Η μείωση, μετά τις μεταβιβάσεις, στο 21,4% επιτυγχάνεται σε συντριπτικό βαθμό χάρη στις συντάξεις (20,1 ποσοστιαίες μονάδες), με τα κοινωνικά επιδόματα να καλύπτουν μόνο 3,4%. Η ανισότητα είναι και αυτή σε ανοδική πορεία. Το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει 6 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20% – η τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. Τα στοιχεία αυτά δεν θα έπρεπε να εκπλήσσουν, θα έπρεπε όμως να σκανδαλίζουν. Και όχι γενικά και αόριστα επειδή αυξάνεται η φτώχεια –αν και αυτό όντως συμβαίνει–, αλλά γιατί αναδεικνύουν τον πολυεπίπεδο ανορθολογισμό, τις αδικίες και τη σπατάλη πόρων που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κοινωνικό κράτος. Ο ρόλος των συντάξεων Για παράδειγμα, είδαμε παραπάνω ότι οι συντάξεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα περιορισμού της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων.



 Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό φτώχειας, αντί να μειώνεται καθώς οι εργαζόμενοι περνούν στη σύνταξη, αυξάνεται. Και αυτό παρότι η Ελλάδα ήδη το 2007 ήταν πρώτη πανευρωπαϊκά μαζί με την Ιταλία και την Αυστρία στη δαπάνη για τις συντάξεις (12,2% του ΑΕΠ) και αντιμετώπιζε εκρηκτική άνοδο στις υποχρεώσεις της προς μέλλοντες συνταξιούχους. Ο συνδυασμός υψηλής δαπάνης και υψηλής φτώχειας έχει χαρακτηριστεί από τον Πλάτωνα Τήνιο «το κεντρικό παράδοξο» του ελληνικού συστήματος συντάξεων. Στο μέτωπο αυτό, η κρίση έχει μετατρέψει μία δύσκολη κατάσταση σε πραγματική τραγωδία, οι διαστάσεις της οποίας έχουν αναμφίβολα διογκωθεί μετά το 2010. Ενα άλλο σημείο που χρήζει προσοχής είναι η ποσοτικά εντελώς ανεπαρκής μέριμνα για τα υπόλοιπα κοινωνικά επιδόματα (οικογενείας, ασθενείας, στέγασης, εισοδηματικής στήριξης κ.ο.κ.), εν μέρει εξαιτίας των υπερβολικά μεγάλων δαπανών για συντάξεις. 



Η μικρή συμβολή των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση της φτώχειας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αντικατοπτρίζει το χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ που καλύπτουν σε σχέση με την Ε.Ε.–15. Σε πρόσφατη δημοσίευσή του, ο Μάνος Ματσαγγάνης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σημειώνει ότι, όπως και στην περίπτωση των συντάξεων, ειδικές κατηγορίες εργαζομένων απολαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση (όσον αφορά επιδόματα παιδιών, άδειες μητρότητας και ασθενείας κ.ά.). Αντιθέτως, μέχρι πρότινος τα περισσότερα νοικοκυριά –ακόμα και πολλά φτωχά– με ένα ή δύο παιδιά δεν λάμβαναν καμία υποστήριξη. Επίδομα στήριξης Την κατάσταση αυτή επιχειρεί να αντιμετωπίσει το νέο επίδομα στήριξης τέκνων που συμπεριλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε στις 7 Νοεμβρίου. Επιπλέον, παρότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 55,7% του φτωχού πληθυσμού της χώρας δηλώνει ότι επιβαρύνεται πάρα πολύ από τις δαπάνες στέγασης, οι υπηρεσίες κοινωνικής στέγασης είναι περίπου ανύπαρκτες. 


 Ρεπορτάζ : Γιάννης Παλαιολόγος
(από την Καθημερινή της Κυριακής)