17/6/11

Στους 792.600 οι άνεργοι το πρώτο τρίμηνο του 2011


Στο 15,9% ανήλθε το ποσοστό ανεργίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2011, έναντι 14,2% του προηγούμενου τριμήνου και 11,7% του αντίστοιχου τριμήνου 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), την Πέμπτη (16/06).


Πιο συγκεκριμένα, η απασχόληση μειώθηκε κατά 2,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 5,2% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2010, με τον αριθμό των απασχολούμενων να διαμορφώνεται σε 4.194.429 άτομα.

Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 11,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 35,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2010, φτάνοντας σε 792.601.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (19,5%) είναι σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών(13,3%), ενώ το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-29 ετών (30,9%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 35,8%.

Η κατανομή της ανεργίας, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, έχει ως εξής: το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (23,4%). 

Ακολουθούν τα άτομα που έχουν τελειώσει μερικές τάξεις δημοτικού (18,9) και οι απόφοιτοι τριτάξιας μέσης εκπαίδευσης (18,2%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (9,8%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (10,6%).

Από το σύνολο των ανέργων, το 88,9% αναζητά εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 51,7% αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 39,7% αναζητά πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. 

Ένα ποσοστό ανέργων (6,8%) απέρριψε, κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2011, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή: 

α) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (25,4%), 

β) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (25,1%), 

γ) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (16,3%). 

Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 22,8% του συνόλου των ανέργων ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι "νέοι" ή "παλαιοί" άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 46,6%. 

Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα, είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνωνυπηκόων (19,8% έναντι 15,5%). Επίσης, το 73,3% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων το οποίο είναι 52,0%. 

Σε επίπεδο Περιφέρειας το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στο Νότιο Αιγαίο με 24,3% και τη Δυτική Μακεδονία με 22.3%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στηνΠελοπόννησο με 12,4% και στο Βόρειο Αιγαίο με 12,6%.

Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2011, βρήκαν απασχόληση 84.278 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος, ενώ 47.690 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. 

Αντίθετα, 195.193 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 101.609 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά. 

Επιπλέον, 102.329 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση αλλά είναι άνεργα. 

Εξετάζοντας την εξέλιξη του αριθμού των απασχολουμένων, ανά τομέα της οικονομίας, η ΕΛΣΤΑΤπαρατηρεί ότι σε όλους τους τομείς καταγράφεται μείωση στον αριθμό των απασχολούμενων σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. 

Στον πρωτογενή τομέα η μείωση ανέρχεται σε 7,7%, στο δευτερογενή 13,8% και στο τριτογενή 2,2%.

Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλό και ανέρχεται στο 6,8% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 54,1% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, ενώ το 5,9% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες.
 
Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,4%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.