Μικρός δεν ήθελε με τίποτα να ταυτίζεται με την
ελληνική καταγωγή του. Ντρεπόταν γι’ αυτήν. Θυμάται τους γονείς του,
όταν πήγαιναν καμιά εκδρομή να μαζεύουν άγρια χόρτα και, όπως λέει,
«κρυβόταν μέσα στο αυτοκίνητο για να μην τον δουν οι Αυστραλοί.
Το θεωρούσε «εξευτελιστικό». Τα άγρια χόρτα δεν τα γνώριζαν οι Αυστραλοί.
Σήμερα τα πληρώνουν 14 δολάρια το κιλό και αυτό, μέχρι ένα βαθμό, οφείλεται στον Καλομπάρη.
Αργότερα, διαπίστωσε την αξία της ελληνικής διατροφής, αλλά και τη σημασία της ελληνικής καταγωγής του, και βάλθηκε να «προσηλυτίσει» όσο περισσότερους γίνεται.
Μέσα από τα εστιατόρια του, αλλά κυρίως ως κριτής στην τηλεοπτική εκπομπή μαγειρικής «Master Chef» δεν χάνει την ευκαιρία να προβάλει την ελληνική κουζίνα, τα ελληνικά προϊόντα, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Και όχι μόνο στην Αυστραλία, αλλά σε 35 χώρες του πλανήτη όπου προβάλλεται η εκπομπή του.
Η δική του συνταγή επιχειρηματικής επιτυχίας είχε δύο βασικά υλικά: πολυεθνικές επιρροές και κλασική ελληνική φιλοξενία. Άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο μοντέρνας ελληνικής κουζίνας –το «Press Club»– το 2006 στη Μελβούρνη, διατηρώντας, μεν, το ελληνικό φαγητό, αλλά καταρρίπτοντας τα στερεότυπα της ατμόσφαιρας και των γεύσεων ενός τυπικού ελληνικού εστιατορίου στο εξωτερικό.
Το εστιατόριο αυτό ανακηρύχθηκε σε κορυφαίο της Αυστραλίας και ο Καλομπάρης κορυφαίος σεφ της χώρας.
Σήμερα διαθέτει επτά εστιατόρια στη Μελβούρνη και ένα στη Μύκονο. Απασχολεί 350 άτομα από τα οποία, όπως λέει 12 είναι Έλληνες και οι υπόλοιποι ξένοι.
«Ξέρουν, όμως, όλα τα μυστικά της ελληνικής κουζίνας και, επιπλέον, μαθαίνουν και ελληνικά στο χώρο εργασίας» συμπληρώνει.
Αυτές τις μέρες, ο Καλομπάρης βρίσκεται στη Νότια Αφρική όπου μιλά για την ελληνική κουζίνα, στο πλαίσιο του ρόλου του ως τηλεοπτικού αστέρα, και επόμενος σταθμός του είναι το Ντουμπάι.
«Δεν είναι άσχημο η εκπομπή ενός ελληνόπουλου από τη Μελβούρνη να μεταδίδεται σε 35 χώρες της Αυστραλίας, της Αφρικής, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής και να μιλάμε για την Ελλάδα» είπε ο ίδιος σε πρόσφατη εκδήλωση για την προώθηση των ελληνικών προϊόντων που έγινε στο Ελληνικό Προξενείο στη Μελβούρνη.
Με το ίδιο αντικείμενο, την ελληνική κουζίνα, έχει γράψει και βιβλία που σημειώνουν ρεκόρ κυκλοφορίας. Τώρα ετοιμάζει το νέο του βιβλίο με τίτλο «My Big Fat Greek Cookbook».
Όπως δήλωσε στην εκδήλωση στο Ελληνικό Προξενείο, ο Καλομπάρης θεωρεί την καταγωγή του ως μίξη πολιτισμών. Το ίδιο και την κουζίνα του. Παιδί Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς από την Ελλάδα, την Κύπρο και με καταγωγή από την Ιταλία, γεννήθηκε στην περιοχή Μαλγκρέιβ της Μελβούρνης το 1978.
Οι γονείς του –Τζιμ και Μαίρη– γνωρίστηκαν στην Αυστραλία και άνοιξαν μαζί ένα μικρό σούπερ μάρκετ.
Η μητέρα του έφθασε στη Μελβούρνη, μαζί με την γιαγιά του, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Μαγειρική διδάχθηκε εμπειρικά παρακολουθώντας τη μητέρα του στην κουζίνα της μετά το σχολείο.
Το 1996 ξεκίνησε επίσημα ως μαθητευόμενος σε κεντρικό ξενοδοχείο της Μελβούρνης. Τους πρώτους τρεις μήνες έπλενε πιάτα και ταψιά. Έχει δηλώσει: «Είναι σημαντικό να μάθεις πρώτα πώς να καθαρίζεις, να σεβαστείς αυτή τη δουλειά και ύστερα να μάθεις να μαγειρεύεις»λέει.
Ήταν η δυσκολότερη περίοδος εκπαίδευσης της ζωής του. Ωστόσο, στα ρεπό του τα Σαββατοκύριακα δεν σταματούσε να μαγειρεύει. Συμμετείχε σε διαγωνισμούς μαγειρικής εκπροσωπώντας την Αυστραλία, ενώ το 1999 κέρδισε το εθνικό βραβείο Bonland για τον καλύτερο μαθητευόμενο σεφ της χρονιάς. Λίγο αργότερα, βρέθηκε να διευθύνει 11 μαθητευόμενους σεφ στην κουζίνα του σεφ Γκάρι Μέχιγκαν, του πρώτου του εργοδότη με τον οποίο συνεργάζεται σήμερα ισάξια ως κριτής στο αυστραλιανό ριάλιτι μαγειρικής «Master Chef».
Η αναγνωρισιμότητα ήρθε το 2004, όταν σε ηλικία 25 ετών αναδείχθηκε καλύτερος νεαρός σεφ της χρονιάς από το περιοδικό «Age Good Guide», ενώ το «Global Food and Wine Magazine» τον ψήφισε ως έναν από τους 40 πιο ισχυρούς σεφ στον κόσμο. Η τηλεόραση ακολούθησε.
Εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές εκπομπές μαγειρικής, συμπεριλαμβανομένης της «Ready Steady Cook», έγραψε έξι βιβλία με συνταγές, ενώ το 2008 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος σεφ και ένας από τους 100 πιο ισχυρούς ανθρώπους της Μελβούρνης.
Θεωρεί το φαγητό «θρησκευτική εμπειρία». Θυμάται τις εναλλαγές στο οικογενειακό τραπέζι ανάλογα με τις γιορτές της εκκλησίας και λατρεύει τη χορτοφαγία κατά τη Σαρακοστή.
Ο Γιώργος Καλομπάρης δηλώνει περήφανος εκπρόσωπος της μοντέρνας ελληνικής γαστρονομίας.
Η ελληνική καταγωγή του τον εμπνέει τόσο στη ζωή όσο και στην κουζίνα.
Πηγη: ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Σήμερα τα πληρώνουν 14 δολάρια το κιλό και αυτό, μέχρι ένα βαθμό, οφείλεται στον Καλομπάρη.
Αργότερα, διαπίστωσε την αξία της ελληνικής διατροφής, αλλά και τη σημασία της ελληνικής καταγωγής του, και βάλθηκε να «προσηλυτίσει» όσο περισσότερους γίνεται.
Μέσα από τα εστιατόρια του, αλλά κυρίως ως κριτής στην τηλεοπτική εκπομπή μαγειρικής «Master Chef» δεν χάνει την ευκαιρία να προβάλει την ελληνική κουζίνα, τα ελληνικά προϊόντα, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Και όχι μόνο στην Αυστραλία, αλλά σε 35 χώρες του πλανήτη όπου προβάλλεται η εκπομπή του.
Η δική του συνταγή επιχειρηματικής επιτυχίας είχε δύο βασικά υλικά: πολυεθνικές επιρροές και κλασική ελληνική φιλοξενία. Άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο μοντέρνας ελληνικής κουζίνας –το «Press Club»– το 2006 στη Μελβούρνη, διατηρώντας, μεν, το ελληνικό φαγητό, αλλά καταρρίπτοντας τα στερεότυπα της ατμόσφαιρας και των γεύσεων ενός τυπικού ελληνικού εστιατορίου στο εξωτερικό.
Το εστιατόριο αυτό ανακηρύχθηκε σε κορυφαίο της Αυστραλίας και ο Καλομπάρης κορυφαίος σεφ της χώρας.
Σήμερα διαθέτει επτά εστιατόρια στη Μελβούρνη και ένα στη Μύκονο. Απασχολεί 350 άτομα από τα οποία, όπως λέει 12 είναι Έλληνες και οι υπόλοιποι ξένοι.
«Ξέρουν, όμως, όλα τα μυστικά της ελληνικής κουζίνας και, επιπλέον, μαθαίνουν και ελληνικά στο χώρο εργασίας» συμπληρώνει.
Αυτές τις μέρες, ο Καλομπάρης βρίσκεται στη Νότια Αφρική όπου μιλά για την ελληνική κουζίνα, στο πλαίσιο του ρόλου του ως τηλεοπτικού αστέρα, και επόμενος σταθμός του είναι το Ντουμπάι.
«Δεν είναι άσχημο η εκπομπή ενός ελληνόπουλου από τη Μελβούρνη να μεταδίδεται σε 35 χώρες της Αυστραλίας, της Αφρικής, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής και να μιλάμε για την Ελλάδα» είπε ο ίδιος σε πρόσφατη εκδήλωση για την προώθηση των ελληνικών προϊόντων που έγινε στο Ελληνικό Προξενείο στη Μελβούρνη.
Με το ίδιο αντικείμενο, την ελληνική κουζίνα, έχει γράψει και βιβλία που σημειώνουν ρεκόρ κυκλοφορίας. Τώρα ετοιμάζει το νέο του βιβλίο με τίτλο «My Big Fat Greek Cookbook».
Όπως δήλωσε στην εκδήλωση στο Ελληνικό Προξενείο, ο Καλομπάρης θεωρεί την καταγωγή του ως μίξη πολιτισμών. Το ίδιο και την κουζίνα του. Παιδί Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς από την Ελλάδα, την Κύπρο και με καταγωγή από την Ιταλία, γεννήθηκε στην περιοχή Μαλγκρέιβ της Μελβούρνης το 1978.
Οι γονείς του –Τζιμ και Μαίρη– γνωρίστηκαν στην Αυστραλία και άνοιξαν μαζί ένα μικρό σούπερ μάρκετ.
Η μητέρα του έφθασε στη Μελβούρνη, μαζί με την γιαγιά του, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Μαγειρική διδάχθηκε εμπειρικά παρακολουθώντας τη μητέρα του στην κουζίνα της μετά το σχολείο.
Το 1996 ξεκίνησε επίσημα ως μαθητευόμενος σε κεντρικό ξενοδοχείο της Μελβούρνης. Τους πρώτους τρεις μήνες έπλενε πιάτα και ταψιά. Έχει δηλώσει: «Είναι σημαντικό να μάθεις πρώτα πώς να καθαρίζεις, να σεβαστείς αυτή τη δουλειά και ύστερα να μάθεις να μαγειρεύεις»λέει.
Ήταν η δυσκολότερη περίοδος εκπαίδευσης της ζωής του. Ωστόσο, στα ρεπό του τα Σαββατοκύριακα δεν σταματούσε να μαγειρεύει. Συμμετείχε σε διαγωνισμούς μαγειρικής εκπροσωπώντας την Αυστραλία, ενώ το 1999 κέρδισε το εθνικό βραβείο Bonland για τον καλύτερο μαθητευόμενο σεφ της χρονιάς. Λίγο αργότερα, βρέθηκε να διευθύνει 11 μαθητευόμενους σεφ στην κουζίνα του σεφ Γκάρι Μέχιγκαν, του πρώτου του εργοδότη με τον οποίο συνεργάζεται σήμερα ισάξια ως κριτής στο αυστραλιανό ριάλιτι μαγειρικής «Master Chef».
Η αναγνωρισιμότητα ήρθε το 2004, όταν σε ηλικία 25 ετών αναδείχθηκε καλύτερος νεαρός σεφ της χρονιάς από το περιοδικό «Age Good Guide», ενώ το «Global Food and Wine Magazine» τον ψήφισε ως έναν από τους 40 πιο ισχυρούς σεφ στον κόσμο. Η τηλεόραση ακολούθησε.
Εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές εκπομπές μαγειρικής, συμπεριλαμβανομένης της «Ready Steady Cook», έγραψε έξι βιβλία με συνταγές, ενώ το 2008 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος σεφ και ένας από τους 100 πιο ισχυρούς ανθρώπους της Μελβούρνης.
Θεωρεί το φαγητό «θρησκευτική εμπειρία». Θυμάται τις εναλλαγές στο οικογενειακό τραπέζι ανάλογα με τις γιορτές της εκκλησίας και λατρεύει τη χορτοφαγία κατά τη Σαρακοστή.
Ο Γιώργος Καλομπάρης δηλώνει περήφανος εκπρόσωπος της μοντέρνας ελληνικής γαστρονομίας.
Η ελληνική καταγωγή του τον εμπνέει τόσο στη ζωή όσο και στην κουζίνα.
Πηγη: ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου