10/2/11

Μείωση διάρκειας της εναλλακτικής θητείας των αντιρρησιών συνείδησης

Στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης της 7-2-2011(ΦΕΚ 111 τ.Β’) δημοσιεύθηκε απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, με την οποία μειώνεται εκ νέου η διάρκεια εναλλακτικής υπηρεσίας την οποία εκπληρώνουν οι αντιρρησίες συνείδησης στην Ελλάδα αντί για τη στρατιωτική θητεία. Με αυτήν την αφορμή παρουσιάζει ενδιαφέρον η εξέλιξη της νομοθετικής αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού τα τελευταία χρόνια.

Με τον όρο αντιρρησίες συνείδησης εννοούμε όσους για λόγους συνείδησης αρνούνται να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους υποχρέωση επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Αυτοί υποχρεούνται να εκπληρώσουν εναλλακτική υπηρεσία σε δημόσιες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Στην πράξη βέβαια αναγνωρίζονται ως αντιρρησίες συνείδησης μόνο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Μέχρι το 1997 οι αντιρρησίες συνείδησης καταδικάζονταν για άρνηση εκτέλεσης της στρατιωτικής υποχρέωσης εκτίοντας ποινή φυλάκισης διάρκειας μεγαλύτερης από τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Με το νόμο 2510/1997 αναγνωρίστηκε νομικά η δυνατότητα εκπλήρωσης εναλλακτικής θητείας. Η διάρκεια της ήταν ίση με τη στρατιωτική θητεία (18μηνη τότε) προσαυξημένη κατά 18 μήνες.

Το άρθρο 4 παρ. 6 του Συντάγματος της Ελλάδας προβλέπει: «Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων». Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε η ακόλουθη ερμηνευτική δήλωση στην παραπάνω διάταξη: «Η παραπάνω διάταξη δεν αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών, εντός ή εκτός ενόπλων δυνάμεων (εναλακτική θητεία) από όσους έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής υπηρεσίας».

Ασφαλώς η παραπάνω «ερμηνευτική δήλωση» ονομάστηκε έτσι κατ’ ευφημισμό. Με επιεική ορολογία αποτελεί contra legem ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης , η οποία θεωρείται απαράδεκτη για τη δική μας έννομη τάξη. Στην ουσία πρόκειται για παραγκωνισμό της συνταγματικής επιταγής περί καθολικής στράτευσης. Σε κάθε περίπτωση βέβαια η Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και οι αρμόδιοι νομομαθείς αποφάνθηκαν ότι είναι επιτρεπτή αυτή η «συνταγματική ακροβασία» .

Στη συνέχεια η στρατιωτική θητεία μειώθηκε για όλους στους 9 μήνες. Με τον νόμο 3421/2005 δόθηκε η δυνατότητα στον υπουργό εθνικής Άμυνας να μειώσει και τη διάρκεια της εναλλακτικής υπηρεσίας μέχρι τους 17 μήνες. Ο Υπουργός έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας και με την απόφαση του το 2009 (ΦΕΚ 1224 τ.Β’) μείωσε τη θητεία όσο περισσότερο μπορούσε.

Με το νόμο 3883/2010 δόθηκε στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας η δυνατότητα να μειώσει εκ νέου τη διάρκεια της εναλλακτικής υπηρεσίας μέχρι τους 11 μήνες. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας έκανε πάλι χρήση της δυνατότητας του και με την απόφασή του στις 7-2-2011 μείωσε τη διάρκεια της εναλλακτικής υπηρεσίας στους 15 μήνες. Είναι προφανές ότι είναι ζήτημα χρόνου η έκδοση μιας νέας υπουργικής απόφασης που θα εξαντλεί την εξουσιοδότηση του ο Υπουργός Άμυνας και θα μειώσει την εναλλακτική υπηρεσίας στους 11 μήνες.

Με τα παραπάνω νομοθετικά δεδομένα έχει συνάφεια η κατάργηση της απαλλαγής στράτευσης με το νόμο 3421/2005 για τους θρησκευτικούς λειτουργούς και μοναχούς κάθε γνωστής θρησκείας. Βέβαια η «καμπάνα χτύπησε» για την πλειοψηφία των χριστιανών ορθόδοξων ιερέων και μοναχών που υποχρεώνονται πλέον να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία είτε έχουν χειροτονηθεί είτε όχι.

Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα ένα συμπέρασμα κι ένα ερώτημα. Η ελληνική πολιτεία επιδεικνύει διαρκές ενδιαφέρον για την κατάσταση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μπορούμε μάλιστα να θεωρήσουμε την εξαιρετική ευαισθησία απέναντι στη θρησκευτική συνείδηση αυτών των ανθρώπων ως πρόοδο και ως πολιτιστική κατάκτηση. Όμως είναι πασίδηλο για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας ότι, η θέσπιση τέτοιων ευνοϊκών ρυθμίσεων για μια κατηγορία πολιτών δεν οφείλεται σε δημοκρατική και πολιτιστική ευαισθησία των κυβερνήσεων, αλλά σε πιέσεις εκ μέρους της κατηγορίας αυτής. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διαθέτουν εντυπωσιακή πολιτική επιρροή στην Ελλάδα.

Στο σημείο αυτό μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις υποχρεώνονται να θεσπίζουν αυτές τις ρυθμίσεις σε εφαρμογή ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας, δηλαδή δικαστικών αποφάσεων. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πειστικός. Πρώτα πρώτα δεν τίθεται ζήτημα υποχρεωτικής στράτευσης σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με εξαίρεση την Κύπρο) και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για ίση αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων. Επιπλέον, η σπουδή που επιδεικνύει η ελληνική πολιτεία για την «τακτοποίηση» των αντιρρησιών συνείδησης είναι εμφανής και δεν επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δήθεν «σύρεται» προς αυτήν την κατεύθυνση. Επιπρόσθετα, είναι γνωστό ότι σε αρκετά ζητήματα παρά την αντίθετη ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία η πολιτική της Ελλάδας εμμένει στη στάση της για διάφορους λόγους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εδώ και πολλά χρόνια η Ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία επιβάλλουν το «άνοιγμα» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον ιδιωτικό τομέα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις όμως εξακολουθούν να μην συμμορφώνονται επικαλούμενες τη σχετική συνταγματική απαγόρευση. Επομένως ένας τέτοιος ισχυρισμός απορρίπτεται ως υποκριτικός.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι: σε ενδεχόμενο ζήτημα που ανακύψει και αφορά στην προστασία της θρησκευτικής συνείδησης των Ορθόδοξων Χριστιανών, η ελληνική πολιτεία θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα με την ίδια ευαισθησία, όπως και στην περίπτωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά;